- Λιπάρα
- Λιπάρᾱ , Λιπάραof Liparafem nom/voc/acc dualΛιπάρᾱ , Λιπάραof Liparafem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λιπάρᾳ — Λιπάραι , Λιπάρα of Lipara fem nom/voc pl Λιπάρᾱͅ , Λιπάρα of Lipara fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρά — λιπαρός oily neut nom/voc/acc pl λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc/acc dual λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρᾷ — λιπαρός oily fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρά οξέα — Αλειφατικά οξέα, κορεσμένα ή ακόρεστα, το μόριο των οποίων αποτελείται από μία αλκυλική αλυσίδα που περιέχει από 1 μέχρι περισσότερα από 30 άτομα άνθρακα και η οποία καταλήγει σε μία καρβοξυλική ομάδα ( COOH). Είναι πολύ διαδεδομένα στη φύση,… … Dictionary of Greek
Λιπάρας — Λιπάρᾱς , Λιπάρα of Lipara fem acc pl Λιπάρᾱς , Λιπάρα of Lipara fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπάρ' — λιπαρά , λιπαρός oily neut nom/voc/acc pl λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc/acc dual λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λιπαρέ , λιπαρός oily masc voc sg λιπαραί , λιπαρός oily fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιπάραι — Λιπάρα of Lipara fem nom/voc pl Λιπάρᾱͅ , Λιπάρα of Lipara fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιπαραῖον — Λιπάρα of Lipara masc acc sg Λιπάρα of Lipara neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιπάραν — Λιπάρᾱν , Λιπάρα of Lipara fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιπαραῖοι — Λιπάρα of Lipara masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)